top of page

Οκλαδόν στη σκηνή




Κάθομαι εδώ. Μόνη. Κανένας άλλος ηθοποιός. Κανένας σκηνοθέτης. Κανένας θεατής. Ένα άδειο θέατρο. Κάθομαι εδώ, οκλαδόν. Κοιτά γύρω μου. Υπάρχει ελάχιστον φως. Ένας προβολέας από πάνω μου και ένας να φωτίζει την πλατεία. Υπάρχει σκόνη. Υπάρχει… Ησυχία! Κλείνω τα μάτια και θυμάμαι. Μυρίζω τα χνότα των θεατών. Μυρίζω τα αρώματα των ηθοποιών. Άραγε, πως μυρίζει ένας ηθοποιός; Ένας ευτυχισμένος

άνθρωπος; Το ξέρω, το θυμάμαι. Ακούω ακόμα. Ακούω τα βήματα στην σκηνή. Τα τακούνια απ’ τα παπούτσια μου να περπατούν. Να τρέχουν, να σέρνονται. Κοιτάω την βελούδινη κουρτίνα, την αυλαία. Ανοιχτή. Σκονισμένη. Ακίνητη για μήνες. Άραγε, δεν της λείπουν τα φώτα; Κοιτάω τα βελούδινα κόκκινα καθίσματα των θεατών. Κάνω να σηκωθώ, να τα αγγίξω. Μένω, όμως, εδώ. Δεν μπορώ να αποχωριστώ την σκηνή. «Εδώ

ανήκω», είπα σιγανά. Ίσα-ίσα να ακουστεί. Να μην ενοχλήσω. Να μην ξυπνήσει. Ποιος να ξυπνήσει; Να μην ξυπνήσουν όλοι εκείνοι που πήραν ζωή μέσα από εμένα πάνω σε αυτό το σανίδι. Σε αυτό και σε πολλά άλλα. Σε ξύλινες σκηνές, σε ανοιχτά θέατρα, στον δρόμο, σε αυλές. Αρχίζω και χτυπάει απαλά τα δάχτυλα των χεριών μου στην σκηνή.


Φτιάχνω μουσική. Σιγοτραγουδάω…. «… Να μη ‘ντος πει κι απόθανα, να τσι βαροκαρδίσεις.». Σκύβω το κεφάλι. Ένα δάκρυ κυλά απ’ τα μάτια μου, στα μάγουλα και κάτω στο πάτωμα.


Σηκώνω το κεφάλι. Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Σηκώνομαι. Πλησιάζω στην άκρη της σκηνής.

«Εδώ ανήκω. Εδώ ανήκει όποιος αγαπά την ζωή, την τέχνη και φοβάται. Γιατί ο φόβος είναι μέσα μας.»

Ανοίγει η πόρτα και ξαφνικά το θέατρο γιόμησε με φως. Φυσικό φως! Γιόμησε με αέρα.

Καθαρό αγέρα!


Μπήκε μέσα μου το φως, ο αέρας!

Έκλεισα τα μάτια μου.

Γέμισαν τα καθίσματα με κόσμο.

Η ψυχή μου με ευτυχία.


«Ήλιε μου πε μου, που δεινά, που στρώνει και κοιμάται και εμένα δε θυμάται;»


Άνοιξα τα μάτια μου. Το σκοτάδι ήταν ακόμα εδώ. Η σκόνη ακόμα… Εδώ. Και η ευτυχία στην καρδιά μου, ακόμα εδώ!


Ευτυχία πως το όνειρο μου ζει ακόμα, εδώ!

Χαμογέλασα.

Κατέβηκα απ’ την σκηνή.

Προχωρώντας στην πλατεία, προς την έξοδο, χάιδεψα τα καθίσματα.

Έφτασα στην πόρτα.

Γύρισα και είδα την φωτισμένη σκηνή.

«Θα έρθω ξανά. Εδώ μέσα, κάποια μέρα, θα αντηχήσει αυτό που λαχταρώ.»


Η πόρτα έκλεισε, αλλά θα ανοίξει ξανά. γρήγορα!

118 views0 comments

Recent Posts

See All
bottom of page